Το νομοσχέδιο για τον αιγιαλό ανακοινώθηκε, οι προετοιμασίες για τις δημοτικές και τις νομαρχιακές εκλογές είναι σε εξέλιξη και η συζήτηση για τις παραλίες ήρθε στο προσκήνιο: σε ποιον ανήκουν, ποιος έχει δικαίωμα να τις χρησιμοποιεί και πως. Μαζί, ήρθε στην επιφάνεια, όμως, κι ένα πρόβλημα σ’ αυτή τη συζήτηση που έχει κρίσιμη σημασία για τη σωστή απάντηση: τη λεπτή διαφορά μεταξύ δημόσιων και συλλογικών, ή αλλιώς «κοινών», αγαθών. Οι απόψεις για τη διαχείριση του αιγιαλού γενικά πολώνονται μεταξύ της αξιοποίησης τους από τον ιδιωτικό τομέα, έναντι τιμήματος, ή της ελεύθερης απόδοσης του στο κοινό. Η πόλωση οφείλεται σε διαφορετικές πολιτικές φιλοσοφίες που αγνοούν όμως τη φύση αυτού του αγαθού, του αιγιαλού. Η πρώτη άποψη δέχεται τη δυνατότητα να θεωρηθεί ο αιγιαλός ως ιδιωτικό αγαθό ενώ η δεύτερη πρεσβεύει ότι είναι δημόσιο. Στην πραγματικότητα ο αιγιαλός δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο, γιατί απλά είναι συλλογικό αγαθό όπως πολλά άλλα. Στα Δημόσια Οικονομικά μαθαίνουμε ότι τα αμιγώς δημόσια αγαθά προσδιορίζονται από τρεις αλληλένδετες ιδιότητες: (α) αδιαιρετότητα, δεν μπορούν να διαιρεθούν σε μονάδες, να κοστολογηθούν και να πουληθούν στην αγορά (β) μη αποκλεισιμότητα, δεν είναι εύκολο να αποκλεισθεί κάποιος, για πρακτικούς ή/και ηθικούς λόγους, από το να τα χρησιμοποιήσει και (γ) έλλειψη ανταγωνισμού στη χρήση τους, επειδή πρακτικά είναι απεριόριστα, η χρήση από έναν δεν μειώνει τη διαθέσιμη ποσότητα τους για άλλους. Αμιγώς δημόσια αγαθά είναι λίγα – εθνική άμυνα, καθαρός αέρας, βιοποικιλότητα, δημόσια υγεία. Τα πιο πολλά αγαθά που θεωρούνται δημόσια στην ουσία είναι συλλογικά ή «κοινά», γιατί δεν έχουν την τρίτη ιδιότητα. Επειδή είναι πεπερασμένα, αργά ή γρήγορα επέρχεται κορεσμός/συνωστισμός στη χρήση τους, άρα υπάρχει ανταγωνισμός στη χρήση τους. Τα παραδείγματα, εκτός από τον αιγιαλό, είναι ατελείωτα: υδατικοί πόροι, δάση, δρόμοι, πεζοδρόμια, διαδίκτυο, δίκτυα κοινής ωφέλειας, έναστρος ουρανός, ηλιοβασιλέματα, όμορφα και άσχημα τοπία, κ.ά. [1] Ένα σημαντικό σημείο σύγχυσης που επηρεάζει τις αποφάσεις για τη διαχείριση τους είναι η κρίσιμη διάκριση μεταξύ ιδιοκτησίας και χρήσης, που είχε κάνει ο Αριστοτέλης πολύ πριν τους σύγχρονους μελετητές των «κοινών». Ιδιοκτησιακά, τα αγαθά είναι είτε ιδιωτικά, ή δημόσια, ή κοινοτικά ή ελεύθερης πρόσβασης (κανένα ιδιοκτησιακό καθεστώς). Η χρήση τους όμως δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς τους. Ένα ιδιωτικό αγαθό, π.χ., μπορεί να έχει κοινή χρήση (όπως στη Σουηδία που σε πολλά ιδιωτικά δάση και αγρούς μπορεί να μπει ο καθένας). Αυτό είναι θέμα κοινωνικο-πολιτισμικών συμβάσεων και πολιτικής φιλοσοφίας που αποκρυσταλλώνονται και κωδικοποιούνται στο σύνταγμα μιας χώρας. Αν δεχτούμε, λοιπόν, ότι ο αιγιαλός, πόρος αναγκαστικά πεπερασμένος, είναι συλλογικό ή «κοινό» αγαθό, τότε η χρήση του ανήκει σε όλους τους ενδιαφερόμενους χρήστες (το «περιβάλλον» είναι ένας από αυτούς!). Και η ρήση «δεν ανήκει σε κανένα», που συχνά ακούγεται σε αντίδραση στην ιδιωτικοποίηση του, είναι άστοχη. Αν μη τι άλλο δεν μπορεί να μην ανήκει κάτι σε κάποιον που δεν υπάρχει (τον κανένα!). Ακόμα χειρότερα, όμως, αν θεωρηθεί ελεύθερης πρόσβασης τότε θα υποστεί (υφίσταται δηλαδή ...) την τραγωδία της ανεξέλεγκτης ιδιοποίησης του από πάσης φύσης χρήστες που θα οδηγήσει (οδήγησε δηλαδή ...) στη υπερ-χρησιμοποίηση και υποβάθμιση του, τη μείωση της «ποσότητας» του καλής ποιότητας αιγιαλού και, ίσως, την τελική καταστροφή του (μήπως καταστράφηκε;). Κι επειδή η χρήση του αιγιαλού ανήκει σε όλους, η βιώσιμη διαχείριση του, η διατήρηση του σε συνδυασμό με κατάλληλη χρήση του, είναι ευθύνη όλων. Είναι ευθύνη όλων να σεβαστούν τους αναγκαίους περιορισμούς στη χρήση του για να μην καταστραφεί και να μπορέσουν να απολαύσουν τις παραλίες όλοι. Όπως είναι και ευθύνη των διαχειριστών του να δώσουν επαρκή κίνητρα σε όλους να τον διατηρήσουν σε καλή κατάσταση, διασφαλίζοντας έτσι την ποιότητα ζωής των χρηστών. Το πως ακριβώς γίνεται αυτό είναι και πάλι ζήτημα πολιτικής φιλοσοφίας. Οι σύγχρονοι μελετητές των «κοινών» διαπιστώνουν ότι ούτε η ιδιωτικοποίηση ούτε η κρατικοποίηση έχουν αποδειχθεί οικονομικά αποδοτικές, κοινωνικά ωφέλιμες και περιβαλλοντικά σωστές προσεγγίσεις διαχείρισης συμβατές με τον εγγενή χαρακτήρα των «κοινών». Η βιώσιμη διαχείριση των «κοινών» απαιτεί την ύπαρξη ξεκάθαρων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας στους πάσης φύσης πόρους (όχι μόνο τη γη αλλά και στο νερό, τον αέρα, το έδαφος, κ.λπ.) και την υιοθέτηση «συν-διαχείρισης» που σύμφωνα με τον ορισμό του World Conservation Congress (Μοντρεάλ, 1996) είναι: «μια σύμπραξη στην οποία κυβερνητικές υπηρεσίες, τοπικές κοινότητες και χρήστες των πόρων, μη κυβερνητικοί οργανισμοί και άλλοι εταίροι μοιράζονται, όπως ταιριάζει στο εκάστοτε περιβάλλον, την εξουσία και την ευθύνη για τη διαχείριση μιας συγκεκριμένης περιοχής ή ενός συνόλου πόρων». Μόνο μέσα σ’ ένα τέτοιο θεσμικό πλαίσιο θα ευδοκιμήσουν οι πολλές αξιόλογες προτάσεις που έχουν γίνει για την αξιοποίηση του αιγιαλού πολλών παραθαλάσσιων περιοχών, νησιών, κ.λπ. Για να είναι εφικτή η συν-διαχείριση και να φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα πρέπει να συντρέχουν πολλοί παράγοντες. Κυρίως, όμως, πρέπει να πληρούνται δύο θεμελιώδεις προϋποθέσεις. Πρώτον, απαιτείται πνεύμα και ήθος συλλογικής ευθύνης που εγγυάται τόσο την αποδοχή του θεσμού της συν-διαχείρισης – και όσων αυτός συνεπάγεται – όσο και τη μέριμνα για την πιστή εφαρμογή του. Και δεύτερον, απαιτείται να γίνει κατανοητή η αδήριτη αναγκαιότητα της για να εξασφαλιστεί η πρόσβαση στον αιγιαλό όλων που σε μια χώρα θαλασσινή όπως η Ελλάδα είναι ζήτημα διατήρησης της πολιτισμικής της ταυτότητας. Γιατί πως να είσαι θαλασσινός λαός όταν στερείσαι την καθημερινή ελεύθερη επαφή με τη θάλασσα, όταν είσαι ξεκομμένος από το καθημερινό βίωμα του τρόπου ζωής δίπλα και μέσα στη θάλασσα; Είναι φανερό ότι η διαχείριση των συλλογικών πόρων θέτει σημαντικά πολιτικά, πρακτικά και ηθικά ερωτήματα. Καιρός είναι να μπει η συζήτηση για τα «κοινά», όχι μόνο για τον αιγιαλό, στη σωστή της βάση για να μην χάνονται πόροι, χρόνος (ο ακριβότερος, γιατί είναι άτεγκτα πεπερασμένος, πόρος) αλλά και η απόλαυση που αποζητούμε χρησιμοποιώντας τα. 1] Η σημασία της μελέτης των «κοινών» με στόχο τη συνετή διαχείριση τους για κοινό καλό φαίνεται από τη σύσταση του μη κερδοσκοπικού οργανισμού International Association for the Study of Common Property (IASCP) το 1989 από επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων (πολιτικοί επιστήμονες, γεωγράφοι, οικολόγοι, ανθρωπολόγοι, χωροτάκτες, κοινωνιολόγοι, οικονομολόγοι) και την έναρξη το 1996 του Προγράμματος των Θεσμικών Διαστάσεων της Παγκόσμιας Περιβαλλοντικής Μεταβολής (IDGEC – International Dimensions of Global Environmental Change) υπό την αιγίδα του Διεθνούς Προγράμματος Γεώσφαιρας-Βιόσφαιρας (International Geosphere-Biosphere Programme). Ελένη Καπετανάκη-Μπριασούλη, Καθηγήτρια Τμήμα Γεωγραφίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου e-mail: e.briassouli@aegean.gr
. ecocrete.gr . |