Αναμοχλεύσεις των μεταβολών του παρελθόντος στο ελατοδάσος της Πάρνηθας για τη συμβολή τους στη βιοϊστορία και στην αποκατάσταση αυτού μετά την πυρκαγιά του 2007 Δρ. Γεώργιος Μπαλούτσος, Διατελέσας Τακτικός Ερευνητής του ΕΘΙΑΓΕ Τα περιβαλλοντικά πλεονεκτήματα ενός ελατοδάσους και οι σοβαρές του επιπτώσεις σε περίπτωση πυρκαγιάς
Όλα τα δασοπονικά είδη της χώρας μας σχηματίζουν όμορφα και χρησιμότατα γενικά δάση. Στην πρώτη θέση όμως από αυτά υποστηρίζουμε πως βρίσκονται τα ελατοδάση μας αφού ξεπερνούν σε πλεονεκτήματα ακόμα και εκείνα της οξιάς, η οποία θεωρείται η "βασίλισσα" όλων των δασικών δένδρων αλλά και η "μητέρα" του δάσους. Τα ελατοδάση μας ξεχωρίζουν από εκείνα των υπόλοιπων ειδών αφού τα αισθητικά, οικολογικά, περιηγητικά και γενικά τα περιβαλλοντικά τους χαρακτηριστικά, είναι ανυπολόγιστης αξίας και σημασίας σήμερα, στην εποχή του τεχνολογικού πολιτισμού. Αναλυτικότερα, τα υπερήφανα, μεγαλοπρεπή, βαθυπράσινα, κωνικόμορφα και βαθύσκια έλατα με την πλούσια βιοποικιλότητα, την απόλυτη και επιβλητική ηρεμία όταν επικρατεί άπνοια και με τις δροσερές, υγρές ή κρύες συνθήκες των περιοχών που αναπτύσσονται, συγκροτούν ένα οικοσύστημα ποικίλων και πολύ υψηλών αξιών όλες τις εποχές του έτους. Για τους παραπάνω λόγους οι αρνητικές επιπτώσεις από την καταστροφή ενός ελατοδάσους από πυρκαγιά είναι σοβαρότατες. Οι επιπτώσεις όμως γίνονται ακόμα πιο οδυνηρές αν ληφθεί υπόψη πως η αποκατάσταση ενός καμένου ελατοδάσους είναι ένα πολύ δύσκολο και μακροχρόνιο εγχείρημα. Αυτό οφείλεται – ως γνωστό – στις μεγάλες απαιτήσεις των αρτιφύτων και νεοφύτων ελάτης ως προς το μικροκλίμα της περιοχής αποκατάστασης, αφού αυτά χρειάζονται σκίαση, υγρασία εδάφους και αέρα, αλλά και μέτρια θερμοκρασία αέρα για να επιβιώσουν και αναπτυχθούν σε εξωδασογενές περιβάλλον, είτε με φυσική αναγέννηση είτε με τεχνητή αναδάσωση. Επισημαίνεται ακόμα πως οι αρνητικές επιπτώσεις από ένα καμένο ελατοδάσος συνεχίζουν να αυξάνονται ως προς τις κατηγορίες και το μέγεθος της σοβαρότητάς τους, αν αυτό βρίσκεται κοντά σε εκτεταμένες και πολυάνθρωπες οικιστικές περιοχές. Μια χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση είναι η καταστροφή των 2/3 του ελατοδάσους της Πάρνηθας από την πυρκαγιά του Ιουνίου 2007. Για την αποκατάσταση του συγκεκριμένου ελατοδάσους διατυπώθηκαν μέχρι σήμερα πολλές προτάσεις από διάφορους επιστημονικούς φορείς αλλά και μεμονωμένα άτομα. Εκτός των προτάσεων όμως αυτών, είναι – κατά την άποψή μας – πολύ σημαντική η εξέταση και συζήτηση των μεταβολών και εξελίξεων αυτού, στο μέτρο του δυνατού και εφικτού, από το απώτερο παρελθόν έως την πυρκαγιά του Ιουνίου 2007. Και τούτο γιατί οι παραπάνω ενέργειες θα δώσουν χρήσιμες κλιματοβιολογικές, ιστορικές, κοινωνικές κ.λπ. πληροφορίες για το συγκεκριμένο ελατοδάσος και την περιοχή που αναπτύσσεται. Ακόμα το "ψάξιμο" αυτό θα συμβάλλει κατά πολύ στην αύξηση των γνώσεων και της εμπειρίας μας για την αποκατάστασή του μετά την τελευταία πυρκαγιά, αφού η "αναμόχλευση" διεργασιών και μεταβολών ενός οικοσυστήματος κατά το παρελθόν, είναι πάντοτε το "κλειδί" για την ορθολογική αντιμετώπιση και διαχείριση αυτού, ή άλλων παρόμοιων, κατά το παρόν. Στο υπόλοιπο του άρθρου γίνεται πρώτα μια περιληπτική αναφορά στις πηγές των πληροφοριών που χρησιμοποιήθηκαν για αυτό, και στη συνέχεια, στην εξέταση και συζήτηση των μεταβολών και εξελίξεων του ελατοδάσους της Πάρνηθας κατά το χρονικό διάστημα που αναφέρθηκε παραπάνω. Μια προσπάθεια σύνδεσης των κρίκων της αλυσίδας των πληροφοριών Μια ιδανική μορφή υλοποίησης του σκοπού του άρθρου που αναφέρθηκε θα ήταν η αναζήτηση όλων των κρίκων των πληροφοριών με τις μεταβολές (διακυμάνσεις) του ελατοδάσους της Πάρνηθας από το απώτερο παρελθόν έως σήμερα και η συνένωση αυτών κατά χρονολογική σειρά, ώστε να σχηματισθεί η συνολική αλυσίδα της βιοϊστορίας του. Δυστυχώς όμως δεν υπάρχουν όλοι οι κρίκοι με τέτοιες πληροφορίες και ειδικότερα εκείνοι από το απώτερο παρελθόν όταν πρωτομετοίκησε και αναπτύχθηκε το ελατοδάσος στην Πάρνηθα μέχρι το 1000 π.Χ. περίπου. Το πρόβλημα αυτό επιχειρήθηκε να αντιμετωπιστεί με τη χρήση των διακυμάνσεων από τον μέσο όρο, της μέσης ετήσιας θερμοκρασίας αέρα του πλανήτη μας, ως "οδηγού" των αντίστοιχων σχετικών θερμοκρασιών της Πάρνηθας για τη μακρά περίοδο που αναφέρθηκε παραπάνω. Η αξιοποίηση της θερμοκρασίας αέρα έγινε αποδεκτή με την παραδοχή πως ήταν η κυριότερη παράμετρος που επηρέασε σημαντικότατα τις μεταβολές του ελατοδάσους σε περιόδους του παρελθόντος που δεν υπήρχαν ανθρώπινες παρεμβάσεις και πιέσεις. Οι διακυμάνσεις της μέσης ετήσιας θερμοκρασίας αέρα του πλανήτη μας που χρησιμοποιήθηκαν ως "οδηγός" των αντίστοιχων διακυμάνσεων της Πάρνηθας (IPCC, 1999 και C.D. Ahrens, 2000) ¶λλες πηγές πληροφοριών που χρησιμοποιήθηκαν και κυρίως για την περίοδο μετά το 1000 π.Χ., ήταν κείμενα αρχαίων ελλήνων συγγραφέων, ιστορικών, τραγικών και φιλοσόφων, αναφορές Ευρωπαίων περιηγητών στην Ελλάδα κατά τους Οθωμανικούς χρόνους, βιβλία δασικής ελληνικής ιστορίας κ.λπ. Επίσης χρησιμοποιήθηκαν διεθνείς μελέτες και εργασίες για τις διακυμάνσεις του κλίματος του πλανήτη μας και τις μετοικήσεις της βλάστησης κατά τη διάρκεια της Πλειστόκαινου και Ολόκαινου γεωλογικής περιόδου, ερμηνείες των φυσικών και βιολογικών νόμων που καθορίζουν την εμφάνιση και τις μεταβολές της βλάστησης μιας περιοχής κ.λπ. Με βάση αυτές τις πληροφορίες, "ανακατασκευάστηκε" συνοπτικά η βιοϊστορία του ελατοδάσους της Πάρνηθας, όπως αυτή ξετυλίγεται παρακάτω. Μετοίκηση και εγκλιματισμός του ελατοδάσους στις πλαγιές της Πάρνηθας.(15,4 έως 10,4 χιλ. χρόνων από σήμερα) Η χρονική περίοδος μετοίκησης από τα νοτιότερα και εγκλιματισμού του ελατοδάσους στις ψηλότερες πλαγιές της Πάρνηθας (αλλά και στον Κιθαιρώνα και Ελικώνα), δεν είναι ακριβώς γνωστή αφού δεν βρέθηκαν καθόλου πληροφορίες. Για τη γεφύρωση όμως του "κενού" αυτού, εκτός της θερμοκρασίας αέρα που αναφέρθηκε προηγούμενα, χρησιμοποιήθηκε και η προέκταση πληροφοριών μετοίκησης της ελάτης σε περιοχές της Δυτικής Μικράς Ασίας με το ίδιο πρακτικά γεωγραφικό πλάτος της Πάρνηθας. Σύμφωνα με τις παραπάνω έμμεσες πληροφορίες, είναι πιθανόν οι πρώτες συνθήκες μετοίκησης της ελάτης στην Πάρνηθα να δημιουργήθηκαν 15.000 χρόνια πριν από σήμερα όταν άρχισε να αυξάνει η μέση θερμοκρασία αέρα του πλανήτη μας και πιθανόν λόγω αύξησης των αερίων του θερμοκηπίου από φυσικά αίτια. Η αύξηση αυτή της θερμοκρασίας συνέβαλε στην αύξηση της υγρασίας, των βροχών και στην έναρξη τήξης των πάγων που κάλυπταν το 1/3 περίπου της Ευρώπης από βορρά προς νότο, αλλά και τις κορυφές των ψηλότερων οροσειρών της. Οι διεργασίες εκείνες με τη σειρά τους συνέβαλαν στον τερματισμό της Πλειστόκαινης γεωλογικής περιόδου, στην έναρξη της Ολόκαινης και στη δημιουργία έτσι κατάλληλων κλιματικών συνθηκών στη ζώνη διαχωρισμού των δύο περιόδων για την μετοίκηση της ελάτης. Η παραπάνω διαχωριστική ζώνη (περίοδος) διήρκησε 5.000 χρόνια περίπου (από τις 15,4 έως τις 10,4 χιλιάδες χρόνια πριν από σήμερα), μέχρι η μέση ετήσια θερμοκρασία αέρα του πλανήτη μας να φτάσει τη σημερινή της τιμή (15οC). Επισημαίνεται όμως πως με τις υπάρχουσες έμμεσες πληροφορίες είναι δύσκολο να προσδιοριστεί ο ακριβής χρόνος μετοίκησης της ελάτης μέσα στο εύρος των 5.000 χρόνων. Και τούτο γιατί η μέση ετήσια θερμοκρασία αέρα του πλανήτη και επομένως και της Πάρνηθας, παρουσίασε πολλές και μεγάλες αυξομειώσεις. Αναλυτικότερα, μεταξύ άλλων, 13.000 χρόνια πριν από σήμερα, ήταν ελάχιστα χαμηλότερη της σημερινής μέσης (15οC) και πριν από 11.400 χρόνια ελάχιστα υψηλότερη εκείνης της τελευταίας παγετώδους περιόδου (10οC). Η ψυχρή αυτή περίοδος είναι γνωστή ως "Νεότερη Δρυάδα" επειδή προσδιορίστηκε από την ανάλυση γύρης του αρκτικού φυτού Dryas octopetala και διήρκησε 1000 χρόνια περίπου (11,4 έως 10,4 χιλιάδες χρόνια πριν από σήμερα). Η "ψύχρα" της έφτασε τότε μέχρι τη Βόρεια Αφρική και επομένως επηρέασε και τη βλάστηση της χώρας μας. Από την εξέταση της πορείας των διακυμάνσεων της θερμοκρασίας του αέρα για διάρκεια 5.000 χρόνων μεταξύ των δύο τελευταίων γεωλογικών περιόδων, θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως τα πρώτα τουλάχιστον 4.000 χρόνια ήταν μια περίοδος μακράς και βραδείας μετοίκησης και εγκλιματισμού της ελάτης στην Πάρνηθα και δημιουργίας ενός πολύ αραιού ελατοδάσους. Η μακρά αυτή περίοδος ενισχύεται ακόμα, όπως αναφέρθηκε, και από μελέτες ανάλυσης γύρης ελάτης στη Δυτική Μικρά Ασία. Διευκρινίζεται όμως πως η περίοδος των 4.000 χρόνων περίπου, δεν πρέπει να θεωρείται γεωλογικά μακρά, αφού σχετικές μελέτες κατέδειξαν ότι τέτοιες "μετακινήσεις" φυτικών ειδών στην εποχή εκείνη κάλυπταν 25μ. περίπου ετησίως. Τονίζεται επίσης πως, σε αντίθεση με τις απόψεις για τα πρώτα 4.000 χρόνια, τίποτε δεν μπορεί να ειπωθεί για την απόκριση της ελάτης στην Πάρνηθα κατά την περίοδο της "Νεότερης Δρυάδας". Το θετικό πάντως είναι πως αυτή τερματίσθηκε ταχύτατα αφού σε 50 χρόνια περίπου, η μέση ετήσια θερμοκρασία του πλανήτη ξανααυξήθηκε σημαντικότατα. Τότε θα ήταν επίσης όταν και η μέση ετήσια θερμοκρασία αέρα της Πάρνηθας σε υψόμετρο 1000 μ. περίπου, θα έφτασε κοντά στη σημερινή της τιμή (11 οC). Οι αλλαγές αυτές κλιματικά και βιολογικά συνηγορούν στο γρήγορο και πλήρη εγκλιματισμό της ελάτης στην Πάρνηθα 10.400 χρόνια πριν από σήμερα περίπου και στη δημιουργία μετά ενός κανονικού ελατοδάσους. Μεταβολές της θερμοκρασίας αέρα και του ελατοδάσους της περιόδου 10,4 έως 4,0 χιλιάδων χρόνων πριν από σήμερα Μετά τη λήξη της "Νεότερης Δρυάδας" και σύμφωνα πάντοτε με τις διακυμάνσεις της μέσης ετήσιας θερμοκρασίας αέρα του πλανήτη μας, ακολουθεί και για την Πάρνηθα μια περίοδος με κανονικές πρακτικά κλιματικές συνθήκες. Η περίοδος αυτή διήρκησε 3.100 χρόνια περίπου (από τις 10,4 έως τις 7,3 χιλιάδες χρόνια πριν από σήμερα). Στο διάστημα αυτό τυχόν διακυμάνσεις του ελατοδάσους θα οφείλονταν μόνο στη φυσική μεταβλητότητα του κλίματος, ενώ οι ανθρώπινες παρεμβάσεις (πυρκαγιές, υλοτομίες, βοσκή κλπ.) θα ήταν από ελάχιστες έως ανύπαρκτες. Όμως, το μόνο βέβαιο χαρακτηριστικό του κλίματος είναι η αβεβαιότητα. Έτσι, από το 5.300 π.Χ. έως το 2.000 π.Χ. ( ή από τις 7,3 έως τις 4,0 χιλιάδες χρόνια πριν από σήμερα), δηλαδή για 3.300 χρόνια περίπου, η μέση ετήσια θερμοκρασία του πλανήτη μας αυξήθηκε βαθμιαία. Ειδικότερα, κατά το μέσον αυτής της περιόδου και τουλάχιστον για 2.500 χρόνια ήταν ψηλότερη της μέσης τουλάχιστον κατά 1 οC και η θερινή κατά 2-4 οC. Αυξήσεις της θερμοκρασίας την περίοδο εκείνη εκδηλώθηκαν οπωσδήποτε και στην Πάρνηθα και οι τιμές τους λογικά θα ήταν ανάλογες της σημερινής μέσης ετήσιας τιμής της (11 οC). Η παραπάνω χρονική περίοδος είναι γνωστή ως η "θερμή μεταπαγετώδης" ή "το υψίθερμο" (postglacial climatic optimum ή hypsithermal). Οι αυξήσεις των θερμοκρασιών που αναφέρθηκαν "οδήγησαν" πολλά δασοπονικά είδη στην Ευρώπη και Αμερική να "ξαναμετοικήσουν" βορειότερα ή νοτιότερα, ανάλογα με τις βιολογικές τους απαιτήσεις. Έτσι και η ελάτη της Πάρνηθας, ως δασοπονικό είδος με μεγάλες μικροκλιματικές απαιτήσεις, πιθανόν να "υποβαθμίστηκε" σημαντικά ή να "εξέλειψε" τουλάχιστον από τα θερμοόρια των νότιων πλαγιών της. Στην "εξάλειψη" της ελάτης, εκτός των υψηλών θερμοκρασιών, πρέπει να συνέβαλαν και ακραία καιρικά φαινόμενα (ανομβρίες, ξηρασίες, διάβρωση του εδάφους, πυρκαγιές κ.λπ.), τα οποία εκδηλώνονται συχνότερα σε περιόδους κλιματικής αστάθειας. Πολύ σημαντικό είναι ακόμα να επισημανθεί πως διάφορα είδη δρυός της εγγύτερης ή ευρύτερης περιοχής είναι πολύ πιθανόν να μετοίκησαν τότε στις ψηλότερες θέσεις της Πάρνηθας και να εγκλιματίσθηκαν εκεί όπου κυριαρχούσε πρωτύτερα η ελάτη. Τέλος προστίθεται πως οι ανθρώπινες επιδράσεις στο δάσος και κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, πρέπει να ήταν ασήμαντες. Μεταβολές του ελατοδάσους κατά την περίοδο 2000 π.Χ. έως 360 π.Χ. Με τον τερματισμό της "θερμής μεταπαγετώδους" περιόδου (γύρω στο 2000 π.Χ. ή 4.000 χρόνια πριν από σήμερα), η μέση ετήσια θερμοκρασία αέρα του πλανήτη μας άλλαξε πάλι ρότα και άρχισε να μειώνεται βαθμιαία. Έτσι σε 200-250 χρόνια ήταν χαμηλότερη της μέσης ετήσιας σημερινής κατά 0,6 οC περίπου. Η διαφορά αυτή διατηρήθηκε για 1500 χρόνια περίπου και είναι κλιματικά και βιολογικά αποδεκτό να συνέβαλε στην "αυτοανάκαμψη" του ελατοδάσους της Πάρνηθας από την υποβάθμιση που είχε υποστεί την προηγούμενη θερμή περίοδο. Πολύ πιθανόν είναι επίσης η σκιανθεκτική ελάτη να εκτόπισε τη φωτόφυτη δρυ από θέσεις που πιθανόν να είχε εγκατασταθεί την προηγούμενη θερμή περίοδο. Προστίθεται ακόμα πως από το τελευταίο τρίτο και μετά της περιόδου και εξετάζεται (700 π.Χ. και μετά), η κατάσταση του ελατοδάσους- αλλά και της βλάστησης της Αττικής γενικότερα, άρχισε να επηρεάζεται όχι μόνο από τις κλιματικές συνθήκες αλλά και από τις δραστηριότητες του αυξημένου ήδη πληθυσμού της Αθήνας και της ευρύτερης περιοχής. Τέτοιες αναφορές για τη βλάστηση δίνονται κυρίως από τον Πλάτωνα, αλλά και από ιστορικούς, συγγραφείς, κ.λπ. Αναλυτικότερα, στον "Κριτία" του Πλάτωνα αναφέρεται πως 9.000 χρόνια πριν από την εποχή του (360 π.Χ.) ή 11.370 χρόνια πριν από σήμερα, τα βουνά "της χώρας" (της Αθήνας) που έφτανε ως την Πάρνηθα και τον Κιθαιρώνα, είχαν εύφορο χώμα και πολλά δάση. Στη διάρκεια όμως των 9.000 χρόνων έγιναν πολλοί κατακλυσμοί, το χώμα παρασύρθηκε στη θάλασσα και στις μέρες του τα υψώματα έμοιαζαν με "σκελετό άρρωστου κορμιού" και μερικά βουνά "παρήγαγαν τροφή μόνο για μέλισσες". Τι το καινούργιο όμως βγαίνει για το ελατοδάσος της Πάρνηθας από τα λεγόμενα του Πλάτωνα; Κατ’ αρχάς η αναφορά του στα πολύ καλά δάση των βουνών της Αττικής και επομένως και της Πάρνηθας στο απώτερο παρελθόν, φαίνεται πως περικλείει πολύ μύθο και λίγη παράδοση. Και τούτο γιατί η μακρά περίοδος επιστροφής στο παρελθόν συμπίπτει με την περίοδο της "Νεότερης Δρυάδας". Τότε, το ελατοδάσος πρέπει να βρισκόταν στο στάδιο μετοίκησης στην Πάρνηθα και επομένως δεν ήταν πυκνό και κανονικό. Κατά συνέπεια, ό,τι μπορεί να διασώθηκε από τα λεγόμενά του ως παράδοση από τους αρχαίους Αιγυπτίους (από το 6.000 π.Χ. και μετά), τους ιερείς τους και μετά από τον Σόλωνα, πρέπει να αφορούν στην "θερμή μεταπαγετώδη περίοδο" (6.000 – 2.000 π.Χ.), όταν η Πάρνηθα κλιματικά πρέπει να είχε άριστο δάσος για αρκετά χρόνια στην αρχή, και μετά, όπως αναφέρθηκε, υποβαθμίστηκε κατά τη θερμή περίοδο που ακολούθησε, λόγω των κατακλυσμών του Πλάτωνα (πλημμυρών, διαβρώσεων, ξηρασιών, πυρκαγιών κλπ.). Σχετικά με το δεύτερο σκέλος της αναφοράς του για την εμφάνιση γυμνών βουνών τότε, αυτή φανερώνει πως τα δάση της Αθήνας είχαν υποβαθμιστεί σοβαρά και κυρίως κατά τον 6ο και 5ο π.Χ. αιώνα (600 – 400 π.Χ.). Τα βουνά όμως αυτά, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, δεν πρέπει να ήταν η Πάρνηθα αλλά ο Υμηττός που φημίζονταν από τότε ακόμα για το μέλι του, το Αιγάλεω και πιθανόν και το Ποικίλο όρος. Και τούτο γιατί και οι τρεις αυτοί ορεινοί όγκοι ήταν κοντά στην Αθήνα και επομένως τα δάση τους κάλυπταν τις ανάγκες των κατοίκων σε οικοδομήσιμη ξυλεία, θέρμανση κ.λπ. Η άποψη αυτή υποστηρίζεται και από πολλές άλλες αναφορές που δεν περικλείονται στο άρθρο. ¶λλος λόγος που "συνηγορεί" στη διάσωση του ελατοδάσους της Πάρνηθας κατά την παραπάνω περίοδο, είναι η χρήση από τους Αθηναίους ξύλου άλλων δένδρων για την κατασκευή των τριήρων τους και όχι ελάτης. Η άποψη αυτή στηρίζεται στην πλήρη έλλειψη πληροφοριών που να επιβεβαιώνουν τη χρήση ελάτης από την Αττική για το σκοπό που αναφέρθηκε. Βέβαια, αναγνωρίζονταν τότε πως, σύμφωνα με το Θεόφραστο, το ξύλο της ελάτης, λόγω του μικρού του βάρους, ήταν το καλύτερο για την κατασκευή πολεμικών πλοίων. Όμως, σύμφωνα με τον Πλάτωνα (Νόμοι, τόμος 2), δεν υπήρχαν στην Αττική έλατα, πεύκα και κυπαρίσσια "άξια λόγου" για τη ναυπηγική. Εκτός αυτών, η Πάρνηθα ήταν τότε "πολύ μακριά" από το Φάληρο και τον Πειραιά για τη μεταφορά κορμών ελάτης δια ξηράς και ούτε υπάρχουν ενδείξεις δρόμων για τέτοιες δραστηριότητες. Ακόμα, παρά την κακή ποιότητα της ελάτης στην Πάρνηθα από τότε, η ύπαρξη εκεί χάλκινου αγάλματος του Παρνήθιου Δία, του πρώτου "Δασάρχη" της χώρας μας, έδειχνε πως οι Αθηναίοι ήθελαν με κάθε τρόπο να προστατεύσουν το δάσος της. Οι απόψεις αυτές ενισχύονται επίσης από πληροφορίες και ξένων ιστορικών που επισημαίνουν πως οι τριήρεις για τη ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π.Χ. κατασκευάστηκαν από ξυλεία που μεταφέρθηκε από την Εύβοια και τη Νότια Ιταλία. Και τούτο γιατί οι Αθηναίοι αδυνατούσαν να τη μεταφέρουν από τη Μακεδονία λόγω της παρουσίας των Περσών στον ¶θω, όπου άνοιγαν την "περίφημη" διώρυγα. Επιπλέον το γεγονός πως τα Αθηναϊκά πλοία στη Σαλαμίνα ήταν βαρύτερα των Περσικών, σημαίνει πως δεν είχαν κατασκευαστεί από ξύλο ελάτης. Μια άλλη έμμεση επιβεβαίωση της διατήρησης του ελατοδάσους της Πάρνηθας είναι η αναφορά του Θουκυδίδη στα έργα του "Ιστοριών Β", όπου περιγράφεται ο Πελοποννησιακός πόλεμος (431 – 404 π.Χ.). Ειδικότερα αναφέρεται πως όταν οι Σπαρτιάτες με τους συμμάχους τους έφθασαν στις Αχαρνές, αλλά και στους δήμους μεταξύ Πάρνηθας και Πεντέλης, "έτεμνον το πεδίον και τα εγγύς", δηλαδή έκοβαν όλα τα δένδρα στην πεδιάδα και στα "ριζά" των λόφων και των βουνών. Αυτό σημαίνει πως όσα έλατα υπήρχαν στην Πάρνηθα δεν "δενδροτομήθηκαν". Τέλος προστίθεται πως από τους "Αχαρνῆς" του Αριστοφάνη (425 π.Χ.) διαπιστώνεται και η μεγάλη ξυλοβρίθεια, τουλάχιστον των χαμηλότερων νότιων πλαγιών της Πάρνηθας, ενώ από τις "Βάκχαι" του Ευριπίδη (407 π.Χ.) η ύπαρξη ελάτων στην κορυφή του Κιθαιρώνα, ο οποίος είναι συνέχεια της Πάρνηθας. Μεταβολές του ελατοδάσους κατά την περίοδο 360 π.Χ έως 1456μ.Χ. Οι προηγούμενες άμεσες ή έμμεσες αναφορές για τις συνθήκες του ελατοδάσους της Πάρνηθας φθάνουν έως το 360 π.Χ. περίπου και στη συνέχεια πρακτικά εκλείπουν. Από τότε όμως η Αθήνα άρχισε να χάνει τη δύναμή και τη δόξα της και βαθμιαία να παρακμάζει. Έτσι, μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ) επικράτησαν σ’ όλες τις ελληνικές πόλεις οι Μακεδόνες και μετά την παρακμή αυτών, επικράτησαν το 146 π.Χ. οι Ρωμαίοι. Τα παραπάνω γεγονότα όμως, σύμφωνα με το δασολόγο Πέτρο Κοντό (Δασική Ελληνική Ιστορία), συνέβαλαν στη μείωση του πληθυσμού και στην κακή διανομή του εδαφικού πλούτου της Ελλάδας και συνεπώς και της Αττικής. Έτσι είναι λογικό να υποστηριχθεί πως οι παραπάνω ανακατατάξεις ευνόησαν την επέκταση και βελτίωση των δασών του λεκανοπεδίου κατά τους Μακεδονικούς και Ρωμαϊκούς χρόνους και επομένως και εκείνου της Πάρνηθας, λόγω μείωσης των αναγκών ξύλευσης, βοσκής, καλλιέργειας του εδάφους κλπ. Τη βελτίωση αυτή του ελατοδάσους της επιβεβαίωσε εμμέσως πολύ αργότερα (το 145 μ.Χ.) ο περιηγητής Παυσανίας όταν επισκέφτηκε την Αττική και έγραψε πως η Πάρνηθα τότε προσφερόταν για κυνήγι αγριόχοιρου και αρκούδας. Η ύπαρξη όμως τέτοιων μεγάλων ζώων στην Πάρνηθα, και λογικά και πολλών άλλων μικρότερων, φανερώνει πως είχε πυκνή δασική βλάστηση. Βέβαια, οι κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες της Αθήνας και της Αττικής γενικότερα που αναφέρθηκαν, σύμφωνα με ιστορικά κείμενα, διατηρήθηκαν ή επιδεινώθηκαν περαιτέρω κατά τη Βυζαντινή περίοδο που ακολούθησε. Τότε η Αθήνα είχε περιέλθει σε καταληκτική περίοδο παρακμής. Η διατήρηση των συνθηκών αυτών, αλλά και η αυξομείωση της θερμοκρασίας του αέρα μέσα στα όρια της μεταβλητότητας του κλίματος, καθώς και η "δράση" της "ζεστής περιόδου του μεσαίωνα" (1.100 – 1.400 μ.Χ. περίπου) μόνο στην ΒΔ Ευρώπη, συνηγορούν στη συνέχιση και διατήρηση της καλής κατάστασης του ελατοδάσους της Πάρνηθας θεωρητικά μέχρι την κατάληψη της Αθήνας από τους Οθωμανούς (1456 μ.Χ.) Μεταβολές του ελατοδάσους κατά την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας (1456-1828) Η συγκεκριμένη χρονική περίοδος επιλέχθηκε για την εξέταση των μεταβολών του ελατοδάσους της Πάρνηθας επειδή τόσο οι κλιματικές όσο και οι κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες της περιοχής, ήταν γενικά "ευνοϊκές" για αυτό. Αναλυτικότερα, γύρω στο 1450 ενέσκηψε η "Μικρή Παγετώδης Εποχή" (Little Ice Age) η οποία διήρκησε έως το 1850 περίπου. Χαρακτηριστικά της γνωρίσματα ήταν η πτώση της μέσης ετήσιας θερμοκρασίας αέρα του πλανήτη μας κατά 0,5 – 1,0 οC σε σχέση με την ετήσια σημερινή, η δημιουργία παγετώνων στα βουνά της βόρειας Ευρώπης και Αμερικής, οι πολύμηνοι και ψυχροί χειμώνες και τα κρύα και υγρά καλοκαίρια. Όλα αυτά τα κλιματικά χαρακτηριστικά ήταν σαν να βρίσκονταν οι χώρες της Ευρώπης κατά 550 χιλιόμετρα βορειότερα. Η Μικρή Παγετώδης Εποχή ήταν μια παγκόσμια κλιματική διαταραχή μικρής διάρκειας και επομένως επηρέασε και τη χώρα μας, στο βαθμό βέβαια που επιβάλλει το γεωγραφικό της πλάτος και το υψόμετρο των βουνών. Η Πάρνηθα, ως ορεινή περιοχή, και παρά την πλήρη έλλειψη ιστορικών και κλιματικών πληροφοριών της εποχής εκείνης, για ευνόητους λόγους, είναι λογικό να επηρεάσθηκε. Κατά συνέπεια, οι κρύες και επομένως ευνοϊκές εκείνες κλιματικές συνθήκες για 400 χρόνια περίπου, συνέβαλαν στην επέκταση και στην καλύτερη ποιότητα του ελατοδάσους της. Στις κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες που επίσης συνέβαλαν στη θετική εξέλιξη του ελατοδάσους της Πάρνηθας κατά την περίοδο που αναφέρθηκε, περιλαμβάνονται: • Η μεγάλη παρακμή της Αθήνας και της Αττικής γενικότερα, μετά την κατάληψή της από τους Οθωμανούς το 1456 και η μείωση έτσι των εξαρτήσεων των λιγοστών κατοίκων της από τα δάση των γύρω ορεινών όγκων και επομένως και της Πάρνηθας. • Το προνομιακό καθεστώς των Οθωμανών για τους κατοίκους της Αθήνας κατά τα πρώτα 230 χρόνια μετά το 1456 και μέχρι το 1687, όταν ο Μοροζίνι κατέστρεψε την Ακρόπολη και τον Παρθενώνα. Έτσι οι κάτοικοι, λιγότεροι από 10.000, δεν αναγκάζονταν να ζητήσουν καταφύγιο στην Πάρνηθα, με ό,τι αυτό θα σήμαινε για το δάσος της. ¶λλωστε η Πάρνηθα δεν ήταν και το ασφαλέστερο καταφύγιο τότε αφού ήταν γνωστή αλλά και κοντά σχετικά στην Αθήνα. Εκτός των παραπάνω ευνοϊκών συγκυριών για τη διατήρηση του ελατοδάσους της Πάρνηθας, ο δασολόγος Πάνος Γρίσπος στη "Δασική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος" αναφέρει: Όταν το 1578 ο Μητροπολίτης Ευβοίας Τιμόθεος μαζί με όλους τους ιερείς του έφθασαν στην Πεντέλη και άρχισαν την ανέγερση της γνωστής "Μονής Πεντέλης", τότε, σύμφωνα με πληροφορίες τους, όλα τα βουνά του λεκανοπεδίου είχαν πυκνά δάση και επομένως και η Πάρνηθα. Στην ίδια πηγή αναφέρεται επίσης πως τα βουνά της Αττικής από τις ακτές της Εύβοιας μέχρι των δυτικών της ορίων ήταν δασοσκεπή και γεμάτα από θηράματα. Η πληροφορία αυτή προέρχεται από επτά "κατοίκους – κυνηγούς" των Στείρων Ευβοίας, οι οποίοι ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα μεταξύ 1690 και 1700. Ακόμα, μια πολύ λεπτομερή και σημαντική περιγραφή για τις φυσικές συνθήκες της Πάρνηθας κατά τους Οθωμανικούς χρόνους και ειδικότερα το 1806, έγινε από τον ¶γγλο συνταγματάρχη William Leake. Ο ανωτέρω, επιφορτισμένος με πολιτικo-στρατιωτικά καθήκοντα, ταξίδεψε στην Ελλάδα την περίοδο 1805-1810. Αναλυτικότερα, από το βιβλίο του με τίτλο “Travels in Northern Greece” που κυκλοφόρησε στο Λονδίνο το 1835, μεταξύ άλλων, διαπιστώνονται: (…..) Στις 12 Ιανουαρίου 1806 ο Leake ανέβηκε στην κορυφή της Πάρνηθας με τον ηγούμενο της μονής "Αγίας Τριάδος", ξεκινώντας από το μετόχι του Αγίου Νικολάου που ήταν στους πρόποδες του βουνού. Η ανάβαση έγινε με άλογα και παρακάμπτοντας τη μονή της Αγίας Τριάδας, για συντομία, ακολούθησαν ένα πλαϊνό μονοπάτι στη ΒΑ πλευρά του βουνού, απέναντι από την Πεντέλη και την περιοχή της Κηφισιάς. Οι πλαγιές της Πάρνηθας στα χαμηλότερα ήταν σκεπασμένες με πεύκα (προφανώς χαλέπιο πεύκη) και παραπάνω αυτά αναμειγνύονταν με αριές (holly oaks) και έλατα. Το υπόλοιπο τμήμα του βουνού ως την κορυφή, ήταν σκεπασμένο με έλατα, εκτός βέβαια ενός μεγάλου μέρους το οποίο είχε καταστραφεί από πυρκαγιά. Αυτή, σύμφωνα με τον ηγούμενο, είχε εκδηλωθεί πριν από 3 χρόνια, δηλαδή το 1803 και λογικά το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς. Η καμένη έκταση, σύμφωνα πάλι με τον ηγούμενο, ανέρχονταν στα 3/4 της συνολικής έκτασης του ελατοδάσους, ενώ ο Leake υποστήριξε πως το 1/4 της έκτασης, δηλαδή 10.000 στρέμματα περίπου, ήταν πιο κοντά στην πραγματικότητα. Η κορυφή της Πάρνηθας είχε πολλές βραχώδεις θέσεις, ενώ τα έλατα που έφθαναν ως εκεί, εμπόδιζαν τη θέα προς τις διάφορες κατευθύνσεις. Αναφέρεται ακόμα πως μέσα στο ελατοδάσος υπήρχαν μικρά διάκενα όπου καλλιεργείτο καλαμπόκι, το έδαφος του βουνού ήταν καλύτερο από το ακαλλιέργητο μεταξύ Πάρνηθας και Πεντέλης. (…..) Από όλες τις προηγούμενες πληροφορίες που χρησιμοποιήθηκαν, διαπιστώνεται η πολύ ικανοποιητική δασοκάλυψη της Πάρνηθας κατά την περίοδο 1456 – 1806. Η δασοκάλυψη εκείνη συνεχίστηκε και πέραν της έναρξης της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, για τους λόγους που αναφέρονται παραπάνω. Μεταβολές του ελατοδάσους κατά την περίοδο 1828 – 2007 Αν συνδεθεί ο τελευταίος κρίκος της αλυσίδας των πληροφοριών του Leake του 1806 με τον πρώτο κρίκο της αλυσίδας των πληροφοριών του δασολόγου Αναστασίου Στεφάνου για τη δασοκάλυψη της Αττικής κατά την περίοδο 1821 – 1945 (περιοδικό Βουνά, 1945), διαπιστώνονται τα παρακάτω ποσοστά δάσωσής της: 1821:>65%, 1844: 62%, 1873: 58%, 1900: 60%, 1929: 33%, 1940: 31%, 1945: 12% Τα ποσοστά αυτά δεν δείχνουν δυστυχώς τη δασοκάλυψη κάθε ορεινού όγκου και κάθε περιοχής του λεκανοπεδίου ξεχωριστά, αλλά αφορούν μόνο στη συνολική έκταση του νομού η οποία ανέρχεται σε 3,8 εκατομμύρια στρέμματα. Σε σχέση όμως με την έκταση αυτή, η Πάρνηθα καταλαμβάνει 300.000 στρέμματα περίπου, δηλαδή ποσοστό 7,9 %. Επομένως είναι δύσκολο να προσδιοριστεί το ποσοστό δασοκάλυψης της Πάρνηθας ξεχωριστά για τις επτά παραπάνω χρονιές. Είναι όμως φανερό από τα προηγούμενα του άρθρου, αλλά και από υπάρχουσες άλλες πληροφορίες, πως η Πάρνηθα από την αρχαιότητα ακόμα, ήταν το βουνό με τη μεγαλύτερη δασοβρίθεια από τα υπόλοιπα τέσσερα του λεκανοπεδίου (Πεντέλη, Υμηττός, Αιγάλεω και Ποικίλο όρος). Η φθίνουσα αυτή κατάταξη της δασοβρίθειας ίσχυε βέβαια μέχρι και πριν την πυρκαγιά του 2007 και ίσως ισχύει μέχρι και σήμερα. Σύμφωνα με τα παραπάνω, το ποσοστό δασοκάλυψης της Πάρνηθας τις επτά χρονιές που αναφέρθηκαν κατά την περίοδο 1821 – 1945, πρέπει να ήταν πολύ μεγαλύτερο από το αντίστοιχο του νομού. Έτσι, εξαιρουμένων των βραχωδών θέσεων, υποστηρίζουμε πως θα μπορούσε να κυμαίνεται από 80-100% κατά τις τέσσερις πρώτες από τις επτά παραπάνω χρονιές και θα ήταν πολύ υψηλότερο του αντίστοιχου του νομού κατά το 1940 και 1945. Οι ποιοτικές αυτές πληροφορίες δασοβρίθειας της Πάρνηθας φαίνεται πως "ποσοτικοποιούνται" εν μέρει μετά το 1900, αφού τυχόν καταστροφές των δασών της και κυρίως από πυρκαγιές, είναι καταγραμμένες. Αναλυτικότερα, η μεγάλη πυρκαγιά που εκδηλώθηκε στις 20 Ιουνίου 1916 στο Τατόι και σε 20 ώρες κατέστρεψε 30.000 στρέμματα δάσους, δεν έφτασε στη ζώνη της ελάτης. ¶λλες πυρκαγιές, σύμφωνα με το δασολόγο Γιώργο Αμοργιανιώτη, εκδηλώθηκαν τόσο την ίδια χρονιά (1916), όσο και το 1944 στη ζώνη της ελάτης και στις θέσεις "Γκούρα" και "Πόρτα Σαλωνίκης", αντίστοιχα. Πληροφορίες όμως για την έκταση που κάηκε από αυτές, δεν υπάρχουν. Επισημαίνεται ακόμα πως, σύμφωνα πάλι με τον Αμοργιανιώτη, κατά την περίοδο 1940 – 1945 και κυρίως το 1944, εκδηλώθηκαν και πολλές άλλες μεγάλες σχετικά πυρκαγιές στα αείφυλλα πλατύφυλλα και στη χαλέπιο πεύκη της Πάρνηθας. Οι πληροφορίες αυτές επιβεβαιώνουν εκείνες του Στεφάνου για το μεγάλο ποσοστό αποδάσωσης των ορεινών όγκων του λεκανοπεδίου κατά την περίοδο που αναφέρθηκε. Επιπλέον τονίζεται πως η αποδάσωση των βουνών στην Αττική τότε, εκτός των πυρκαγιών, οφείλεται και στις παράνομες και ανεξέλεγκτες υλοτομίες, ακόμα και στο ελατοδάσος της Πάρνηθας. Οι παρεμβάσεις αυτές, από πληροφορίες του Στεφάνου (Δασικά Χρονικά 1959) συνεχίσθηκαν στο λεκανοπέδιο και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1944-1949) Οι παραπάνω αρνητικές παρεμβάσεις όμως στα δάση των βουνών του λεκανοπεδίου την περίοδο 1940 – 1949, είναι αμφίβολο αν επηρέασαν και το ελατοδάσος της Πάρνηθας σε ποσοστό ίσο με εκείνο των δασών των υπολοίπων βουνών. Βέβαια, ανεξάρτητα από την άποψη αυτή, γεγονός είναι πως το ελατοδάσος άρχισε να υποβαθμίζεται βαθμιαία από τη δεκαετία του ’50 και μετά. Στην υποβάθμιση, κατά την άποψή μας, σημαντικό ρόλο πρέπει να είχαν οι εννέα μεγάλες ξηρασίες στην Αττική που εκδηλώθηκαν την περίοδο 1956 – 2001. Αυτές συνέβαλαν, άμεσα ή έμμεσα, στη νέκρωση πολλών ελατοδένδρων και στη συνέχεια, στην αραίωση της κομοστέγης, στη διείσδυση της βροχής στην επιφάνεια του εδάφους, και στη διάβρωσή του. ¶λλοι λόγοι της υποβάθμισης πρέπει να ήταν πιθανή άνοδος της θερμοκρασίας του αέρα, αύξηση του πληθυσμού του λεκανοπεδίου και της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, δυσκολίες της φυσικής αναγέννησης της ελάτης κ.λπ. Με τους παραπάνω αρνητικούς παράγοντες σε δράση και με επιταχυνόμενη πορεία υποβάθμισης, το ελατοδάσος έφθασε τελικά στον Ιούνιο του 2007, όταν – ως γνωστό – καταστράφηκαν από πυρκαγιά τα 2/3 της συνολικής του έκτασης. Η πυρκαγιά αυτή πρέπει να είναι η μεγαλύτερη από όλες τις καταγραμμένες μετά το 1803. Είναι επίσης η πρώτη μετά την οποία επιχειρείται η αποκατάσταση της βλάστησης με εκτεταμένες και έντονες ανθρώπινες παρεμβάσεις (αντιδιαβρωτικά και αντιπλημμυρικά έργα, αναδασώσεις κ.λπ.) Συμπερασματικά σχόλια – Προτάσεις Η σκιαγράφηση της βϊοιστορίας του ελατοδάσους της Πάρνηθας επιχειρήθηκε με την "αναμόχλευση" των σημαντικότερων μεταβολών του, χρησιμοποιώντας έμμεσες κυρίως πληροφορίες, λόγω έλλειψης άμεσων και συνεχόμενων για το συγκεκριμένο θέμα. Υποστηρίζεται όμως πως οι έμμεσες πληροφορίες συνέβαλαν στον προσδιορισμό των χρονικών ορίων και της διάρκειας των σημαντικότερων μεταβολών του, με μέγεθος απόκλισης από το πραγματικό τους, ανάλογο με τις τυχόν διαφορές της κατανομής των διακυμάνσεων της μέσης ετήσιας θερμοκρασίας αέρα της Πάρνηθας από τις αντίστοιχες του πλανήτη μας. Επομένως, με τα όρια αυτά, η μακραίωνη πορεία του ελατοδάσους διαιρέθηκε, κατά προσέγγιση, σε περιόδους μετοίκησης και εγκλιματισμού, σταθερότητας, υποβαθμίσεων, ανακάμψεων κ.λπ. ως εξής: • Στην περίοδο πρωτομετοίκησης και εγκλιματισμού αυτού στην Πάρνηθα (15,4 – 10,4 Χιλιάδες Χρόνια Πριν από Σήμερα Περίπου (ΧΧΠΣΠ)) • Στην περίοδο σταθερότητας και κανονικής ανάπτυξης αυτού (10,4 – 7,3 ΧΧΠΣΠ) • Στην θερμή μεταπαγετώδη περίοδο υποβάθμισης του ελατοδάσους και πιθανής διείσδυσης της δρυός στα ψηλότερα της Πάρνηθας (7,3 – 4,0 ΧΧΠΣΠ) • Στην περίοδο αυτοανάκαμψης της ελάτης και πιθανής εκτόπισης της δρυός. (2.000 π.Χ. – 800 π.Χ.) • Στην περίοδο αντίστασης του ελατοδάσους στις ισχυρές ανθρώπινες παρεμβάσεις (800 π.Χ. – 360 π.Χ.) • Στην περίοδο ακμής του ελατοδάσους κατά τους Μακεδονικούς, Ρωμαϊκούς, Βυζαντινούς και Οθωμανικούς Χρόνους. (360 π.Χ. – 1828 μ.Χ.) • Στην περίοδο συνέχισης της ακμής του ελατοδάσους στην ελεύθερη Ελλάδα (1828 – 1900) • Στην περίοδο βαθμιαίας υποβάθμισης αυτού έως την πυρκαγιά του 2007 (1900 – 2007) Εκτός των παραπάνω μεταβολών, στο ελατοδάσος εκδηλώθηκε και μεγάλη πυρκαγιά το 1803. Παρόμοιες πυρκαγιές πρέπει να εκδηλώθηκαν πολλές φορές στο παρελθόν και κυρίως από φυσικά αίτια (π.χ. από κεραυνούς). Η φυσική αποκατάσταση όμως του ελατοδάσους μετά από τέτοιες φυσικές διαταραχές και σε χρόνο που δεν μπορεί βέβαια να εκτιμηθεί, δείχνει τη ζωτικότητα που είχε τότε το οικοσύστημα για αυτοανάκαμψη. Αυτή βιολογικά και περιβαλλοντικά οφείλονταν στην ύπαρξη εδάφους και καλής φυσικής αναγέννησης άλλων ειδών για τη σκίαση των ελατιδίων, στην έλλειψη προβλημάτων βοσκής και ατμοσφαιρικής ρύπανσης, σε περισσότερες βροχές, χαμηλότερη θερμοκρασία αέρα κ.λπ. Επομένως η σύγκριση της ζωτικότητας και δυναμικότητας της "καμένης" Πάρνηθας τότε και τώρα, δείχνει τις κυριότερες "δραστηριότητες" που πρέπει να υλοποιηθούν για τη βελτίωση των φυσικών της συνθηκών μετά την πυρκαγιά του 2007 και την επιτάχυνση έτσι της αποκατάστασης του ελατοδάσους της. Το παρόν άρθρο δημοσιεύεται και στο τεύχος (41) του περιοδικού του ΕΘΙΑΓΕ. Πληροφορίες Δρ. Γεώργιος Μπαλούτσος Δασολόγος – Υδρολόγος Εμμανουήλ Μπενάκη 138, Αθήνα Τηλ. 2103300578, Κιν. 6946 903659 . ecocrete.gr . |